Προσμένοντας την ελπίδα… Αχ, ν’ άλλαζαν οι «Περαστικοί» για ν’ άλλαζε κι ετούτος ο κόσμος
Έγινε ενημέρωση: 31 Ιουλ 2020
“ΟΙ ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΙ”
Αποκρουστικό σκηνικό
Μέσα στο τραίνο, όλοι τους περαστικοί. Ο ένας δίπλα στον άλλον. Τι μεγάλος συνωστισμός. Τι δυνατή βουή. Απολαμβάνουν τις μονότονες σκηνές που εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια τους χωρίς αρχή, μέση και τέλος, χωρίς σενάριο χωρίς πλοκή.
Μια άναρχη κατάσταση χωρίς κανόνες. Τι αβάσταχτη ελαφρότητα που κουβαλούν στα μικρά και ανώριμα σχέδιά τους. Ο καθένας μόνος, κλεισμένος στο δικό του σκοτεινό κλουβί. Ένα σκουριασμένο κι εγκαταλελειμμένο κλουβί χωρίς ίχνος σκέψης και ανησυχίας. Ένα κλουβί γεμάτο φευγαλέες και ευκαιριακές ηδονές για την ικανοποίηση του ναρκισσιστικού εγώ.
Μια αγέλη ανθρώπων που βγάζει ακαταλαβίστικες κραυγές χωρίς καμιά ουσία, χωρίς κανένα νόημα, χωρίς κανένα όραμα. Άγαρμπες δυσκίνητες κινήσεις, νεκρά μάτια με βλέμματα στο κενό, άδεια κορμιά, καρδιές χωρίς χτύπους, φωνές αδύναμες χωρίς ήχους, περπατήματα χωρίς κανένα αποτύπωμα. Κανείς δεν κοιτά έξω από το παράθυρο του τραίνου. Όλοι τους αδιαφορούν κλεισμένοι στο μικρόκοσμο τους. Τι ανοησία, τόση που δεν τη χωρά ο δικός τους νους.
Εικόνες
Έξω από το τραίνο, οι εικόνες τρέχουν γρήγορα και διαδέχονται η μια την άλλη μα συνάμα και τόσο αργά που προλαβαίνουν να αποτυπωθούν στη μνήμη. Εικόνες γεμάτες χρώμα, ζεστασιά, μυρωδιά, γεμάτες από δυνατές συγκινήσεις που ξυπνούν το λήθαργο και αναπολούν παλιές καλές αναμνήσεις. Μια λοξή ματιά μόνο αρκεί για να ανοίξουν τα βλέφαρα από τόση ομορφιά που ξεχύνεται διάπλατα: ανθισμένα δέντρα, ζευγαρωμένα λουλούδια, χρωματιστά λιβάδια, περίτεχνα τοποθετημένα λαγκάδια, καρπεροί κάμποι, πλακόστρωτοι στολισμένοι μαχαλάδες, ζωντανά σπίτια, μελωδικοί ήχοι, καλοσχηματισμένα ποτάμια, λίμνες που κουβαλούν στη πλάτη τους πουλιά, θάλασσες που αγκαλιάζουν μέσα τους ψυχές, βουνά πανέμορφα σκαλισμένα που περιμένουν αναβάτες.
Ένας απέραντος πραγματικός καμβάς ντυμένος με φυσικό κάλλος, ένας πίνακας που ζωντανεύει και περιμένει τον ζωγράφο και μια αράδα από μάτια που το κοιτούν να μπουν μέσα του, για να τον ρουφήξουν, να τον γευτούν, να τον μυρίσουν, να τον ζήσουν από κοντά. Σκέτη μαγεία. Εικόνες που αν είχαν μιλιά θα τραγουδούσαν δυνατά:
Ήλιε φωτεινέ με τις όμορφες ακτίνες,
Φώτισε τη πλάση απλόχερα,
Θάλασσα γαλανή με τις κυματιστές πλεξίδες,
Μούσκεψε τα ψάρια ολάκερα.
Φύση καλλονή που απλώνεσαι μοιραία,
Λικνίσου στο κελάηδημα των πουλιών,
Ουρανέ μεγαλοδύναμε με την Πύλη την ωραία,
Ζωγράφισε ουράνιο τόξο με το χρώμα των λουλουδιών.
Το Θεϊκό χέρι
Το ανθρώπινο χέρι ότι αγγίζει το χαλά, το μαραζώνει, το σκοτώνει. Δεν είναι δυνατόν να έχει δημιουργήσει αυτό το ουτοπικό τοπίο. Το ανθρώπινο χέρι δεν εργάζεται σκληρά παρά μόνο απλώνεται με περίσσια χάρη και υποκρισία να παραλάβει το εύκολο έτοιμο ξορκίζοντας κάθε προσπάθεια και κόπο. Δεν νοιάζεται για τη πραγματικότητα, προτιμά την ψεύτικη πραγματικότητα εκεί που όλα είναι απομακρυσμένα από το κοινό καλό, τη κοινή προσφορά προς το συνάνθρωπο. Μια πραγματικότητα που απουσιάζουν οι Αρχές, οι Αξίες, τα Ιδανικά, τα Ήθη και η Πνευματική Αφύπνιση. Μια πραγματικότητα που απουσιάζει η προσπάθεια για αυτόβελτίωση και αυτοπειθαρχία. Μια πραγματικότητα σκληρή που μόνο η μιζέρια, η κακοσύνη, η αμάθεια, η αλαζονεία, η πλεονεξία, η μοιρολατρία κυκλοφορούν ελεύθερες σε κάθε δρόμο σε κάθε σοκάκι γυρεύοντας ένα σπιτικό να κουρνιάσουν εσαεί.
Μα όχι, δεν είναι δυνατόν. Σίγουρα ένα χέρι Θεϊκό, δώρο στα χέρια του ανθρώπου έχει στοχαστεί αυτήν την ατέλειωτη απεραντοσύνη που τους χωρά όλους. Μια ουράνια γαλήνη έχει μεριμνήσει για όλα αυτά τα μοναδικά υλικά και άυλα που περιτριγυρίζουν τους ανθρώπους και καρτερά ευλαβικά από εκείνους να τα διατηρήσουν σαν κόρη οφθαλμού, καρτερά από εκείνους να τα προσφέρουν απλόχερα και καλόκαρδα σε εκείνους που με ζήλο θέλουν να έρθουν για να ζήσουν, καρτερά από εκείνους μια παρακαταθήκη άθικτη μα και πιο πλούσια, πιο μεγάλη.
Ταξίδι Χωρίς Νόημα
Το εφήμερο ταξίδι έχει ξεκινήσει εδώ και μέρες για τους περαστικούς. Ένα ταξίδι γεμάτο μηχανορραφίες και ύπουλα παιχνίδια, όπως ακριβώς και η ίδια τους η ζωή. Μια ζωή που δίνουν και παίρνουν εξαργυρώνοντας τα πάντα στο βωμό του κέρδους. Άνδρες μέσα σε ένα βαγόνι βρίζουν, φωνάζουν και σκούζουν, για να σκοτώσουν την ώρα τους, παίζουν χαρτιά κρύβοντας άσσους στα μανίκια τους. Γυναίκες δίνουν άχρηστες συμβουλές που αποσκοπούν στην εκπλήρωση άπιαστων και μεγαλεπήβολων στόχων με όφελος την ευμάρεια και μια ζωή κεντημένη και ραμμένη στις βαθύτερες και άδειες από οράματα επιθυμίες τους. Μικρά παιδιά νιαουρίζουν περιμένοντας άβουλα στο στόμα τη μπουκιά τους χτυπώντας μιμούμενα με μανία τα χέρια τους πάνω στο τραπέζι. Ηλικιωμένοι καθισμένοι στις άβολες θέσεις τους, παραπεταμένοι στις γωνιές κάνοντας γκριμάτσες μοναξιάς και εγκατάλειψης, κουρασμένοι μη μπορώντας και μη θέλοντας να κάνουν κάτι παραπάνω. Μικροί και μεγάλοι ατενίζουν τη μέρα τους μέσα στα τρεχούμενα βαγόνια της ζωής αδιαφορώντας για το σκοπό της ύπαρξης και του καθήκοντος.
Μια άχρωμη και άοσμη μάζα μέσα σε μια στενάχωρη και μίζερη κατάσταση. Μια μάζα χωρίς αφύπνιση. Μια μάζα μουσκεμένη από λιμνάζοντα νερά και χαμένες συνειδήσεις, χωρίς κανένα προβληματισμό.
Περαστικοί πεσμένοι σε κώμα μη μπορώντας να ανοίξουν μυαλό, μάτια και καρδιά για να δουν τη πραγματική ζωή που κρύβεται πίσω από τη κουρτίνα του ρόλου που υποδύονται καθημερινά και αβασάνιστα. Μη θέλοντας να ανοίξουν τα μάτια τους να κοιτάξουν κατάματα την ζωντανή αλήθεια. Κείτονται πεσμένοι χωρίς καμιά αντίδραση, χωρίς κανέναν προορισμό.
Το Κουρασμένο Τραίνο
Το τραίνο συνεχίζει αδιάκοπα τη διαδρομή του σφυρίζοντας και ξεφυσώντας μη μπορώντας να σηκώσει κι εκείνο το μεγάλο φορτίο που κουβαλά, ένα φορτίο από ανθρώπινα βάρη που πιέζει τα σωθικά του. Ένα τραίνο σκυθρωπό με προαποφασισμένη και χιλιοταξιδεμένη διαδρομή μην έχοντας την δυνατότητα να αλλάξει πορεία. Ένα τραίνο που προσαρμόζεται και τελικά αφομοιώνεται στις βλαβερές συνήθειες του επιβατικού κοινού. Ένα τραίνο που γνωρίζει πως αργά η γρήγορα θα αποσυρθεί λόγω γήρατος και κάνεις από όσους μπήκαν στα εσωτερικά του δωμάτια δεν θα νοιαστεί να το περιθάλψει και να το βάλει πάλι στις ράγες της ζωής. Περαστικοί που αλλάζουν τα βαγόνια σαν τα πουκάμισα αδιαφορώντας για τα πολύχρωμα βρόμικα αποτυπώματα που αφήνουν πάνω τους. Χωρίς ίχνος εκτίμησης αλλά με ένα τεράστιο ίχνος αχαριστίας.
Ακάλεστος Επισκέπτης
Σκοτάδι.. Στο θολό από τσιγάρα και καπνούς βαγόνι ένας περαστικός ορθώνει το ανάστημά του. Μα είναι διαφορετικός! Μα δεν μοιάζει με τους συνταξιδιώτες του! Τόσο διαφορετικός σαν να βγήκε από μια άλλη μη υπαρκτή πραγματικότητα. Σαν να ξεπρόβαλε από μια δική του μελλοντική πραγματικότητα, αυτή που αγωνιά να ζήσει.
Σιωπή.. Ο ξένος περαστικός είναι εκεί, μπροστά στο μισοκοιμισμένο πλήθος. Μιλά, μα μετά βίας ακούγεται, καθώς το τραίνο σφυρίζει με μανία τώρα σαν να προσπαθεί κι αυτό να καλύψει και να καπελώσει τις λέξεις του περαστικού. Μα εκείνος επιμένει επίμονα και με υπομονή. Με γενναιότητα βγαίνει μπροστά και με μια απέραντη καλοσύνη απευθύνεται στα κλειστά αυτιά των ταξιδιωτών:
- «Σας εκλιπαρώ, Ξυπνήστε. Το τραίνο αυτό δεν είναι μόνο δικό σας, υπάρχουν κενές θέσεις που προορίζονται για εκείνους που μέλλει να έρθουν. Έχετε χρέος να αφήσετε έναν κόσμο όμορφο περιτυλιγμένο με αληθινές αξίες και όχι έναν γκρεμισμένο κόσμο περιτυλιγμένο με χρυσόσκονη από ψεύτικα έργα και ψεύτικα λόγια».
Μάταια φώναζε ο ξένος. Το απλησίαστο πλήθος δεν του έδινε καμία σημασία. Τους φάνταζε αλλόκοτος και γραφικός στα δικά τους κενά και άγραφα ιδανικά. Δεν καταλάβαιναν τα λόγια του, δεν καταλάβαιναν το νόημά τους. Μάταια φώναζε. Όλοι παρέμεναν στις βολεμένες καρέκλες τους, αδιαφορώντας επιδεικτικά, επιζητώντας μόνο την κάλυψη των δικών τους θέλω. Γυρίζουν τις πλάτες τους προκλητικά πετώντας μπροστά στα ακούραστα και πολυπερπατημένα παπούτσια του ένα ξεροκόμματο αδιαφορίας και ειρωνείας.
Το Όνειρο του Ξένου Περαστικού
Ψίθυροι ακούγονται παντού στο βαγόνι σαν σμήνη από πουλιά που πετούν ψηλά στον ουρανό. Όλοι ξυπνούν με χαρούμενες και χαμογελαστές φωνές γεμίζοντας το κενό της απραξίας. Ο ένας κοιτάζει τον άλλον και όλοι μαζί το παράθυρο!
Αντικρίζουν τον ήλιο κατάματα, του κουνούν λευκό μαντήλι και τον χαιρετούν, βγάζουν τα χέρια έξω με χαρά και χαϊδεύουν τρυφερά τον καθαρό αέρα. Όλοι μαζί γεύονται τις λησμονημένες στιγμές αγάπης, στοργής και φροντίδας. Μικροί, μεγάλοι ξεδιπλώνουν τα χέρια τους σαν τα πλοκάμια δίνοντας αληθινές αγκαλιές. Σηκώνονται από τις τσαλακωμένες θέσεις τους, άλλοι χορεύουν και άλλοι τραγουδούν. Η φύση συμμετέχει στην παρέα τους με τις μυστηριώδεις μυρωδιές της και τα μαγεμένα χρώματά της, δίνοντας φως στην κατασκοτεινή και άδεια από συναισθήματα ψυχή τους. Μια ψυχή που εκφράζεται τώρα και διώχνει μακριά τη βουβαμάρα. Ένας νους που σκέφτεται τώρα και δίνει ένα τέλος στην ακινησία.
Όλοι μαζί πιασμένοι χέρι-χέρι συνειδητοποιούν ότι πρωτίστως υπάρχει το εμείς από το εγωιστικό εγώ, μα και ότι έκτος από το παρόν υπάρχει και το μέλλον. Όλοι μαζί αδελφικά πιασμένοι νιώθουν εσωτερικά βαθιά τα ίδια συναισθήματα που τους υπενθυμίζουν πως η ατομική σωτηρία ανάγεται στη σωτηρία του συνόλου. Όλοι μαζί κουνώντας καταφατικά το κεφάλι και κάνοντας βήματα ρυθμικά συνειδητοποιούν μεγαλόφωνα πως περαστικοί είναι και από αυτό το τραίνο και από αυτή τη ζωή και άρα οφείλουν να ξυπνήσουν. Συνειδητοποιούν ότι οφείλουν να ξυπνήσουν και πως στο μεσοδιάστημα αυτής της ζωής πρέπει να μεγαλουργήσουν.
Να Ναι Το Τέλος Μιας Αρχής;
Το τραίνο σφυρίζει ρυθμικά δίνοντας το σινιάλο για το τέλος του ταξιδιού. Ο ξένος επισκέπτης ξυπνά απότομα από το γλυκό όνειρο που έβλεπε.
- «Πάλι τα ίδιο όνειρο! Τι ωραίο! Ας βγει θεέ μου αληθινό», αναφώνησε νοσταλγικά και σηκώθηκε.
Γύρω του η ίδια ακαταστασία η ίδια αδιαφορία. Βλέμματα περίεργα και ακατάδεκτα γεμάτα ερωτηματικά περιεργάζονταν την παράξενη μορφή του. Ήθελε τόσες συμβουλές να δώσει, αλλά μάταια, οι λέξεις δεν έβρισκαν δρόμο για να βγουν και να περπατήσουν.
- «Άραγε, να είδατε το ίδιο όνειρο με εμένα» σιγομουρμούρισε δειλά δειλά και αποφάσισε να αποχωρήσει.
Κατέβηκε διστακτικά τα σκαλοπάτια με το κεφάλι ψηλά, κοιτάζοντάς τους βαθιά μέσα στα μάτια ελπίζοντας να πάρει ένα νεύμα υπόσχεσης. Έφυγε κρατώντας συντροφιά το όνειρο για πυξίδα. Μα καθώς είχε απομακρυνθεί μια φωνή ενός μικρού παιδιού τον έκανε να κοντοσταθεί και να κοιτάξει πίσω. Μια θαμπή μορφή από δυο μεγάλα μελαγχολικά μάτια κρεμασμένη στο παράθυρο του τραίνου του φώναξε με αγάπη και ταπεινοσύνη:
- «Καλή δύναμη απρόσκλητε επισκέπτη, μόνο εσύ μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο. Καλό κουράγιο για το επόμενο ταξίδι σου, θα είμαι πάλι εδώ, θα σε περιμένω».
Για πρώτη φορά ο ξένος χαμογέλασε τόσο που ένα δάκρυ κύλισε στο κουρασμένο και ταλαίπωρο πρόσωπό του μη μπορώντας να καταλάβει αν έβλεπε πάλι κάποιο όνειρο ή αν κάποια ηλιαχτίδα ελπίδας μέσα από το σκοτεινό σκηνικό εμφανίστηκε μπροστά του σαν από μηχανής θεός στέλνοντας του προφητικό σημάδι. Κι ύστερα το παιδί μεμιάς χάθηκε. Και ο ξένος, έχοντας ένα μικρό αλλά πολύτιμο δώρο στις αποσκευές του ξεκίνησε το μακρινό του ταξίδι, το δικό του μοναχικό ταξίδι προς το άγνωστο.
Το Ποίημα του Ξένου Περαστικού
Μα δεν είναι η πρώτη φορά που εμφανιζόταν ο ξένος περαστικός. Έχει κάνει αυτό το ταξίδι πολλές φορές στο παρελθόν με άλλους συνταξιδιώτες, με αλλά τραίνα με άλλους προορισμούς. Μα κάθε φορά οι ίδιες σκηνές, τα ίδια μυαλά, μόνο οι φιγούρες των προσώπων αλλάζουν. Και κάθε φορά απογοητεύεται. Κάθε φορά ξεφυσά και αναστενάζει τόσο που δεν μένει ίχνος αέρα στη σάρκα του τόσο που δεν μένει ίχνος αισιόδοξης σκέψης στο νου.
Μα κάθε φορά δεν τα παρατά και βρίσκει πάλι τη δύναμη να συνεχίσει σε εκείνα τα δύσκολα μονοπάτια της ζωής, τα περιτριγυρισμένα από συντρίμμια ενός ακήρυχτου πολέμου με χιλιάδες νεκρούς ανήμπορους να ορθώσουν ανάστημα και να αναγεννηθούν από τις στάχτες τους. Πεσμένοι καταγής δέσμιοι και αλυσοδεμένοι από τις αιώνιες μαύρες φιλοδοξίες τους.
Μα κάθε φορά που ξαναφεύγει βρίσκει τη δύναμη να σιγοτραγουδήσει το δικό του αγαπημένο τραγούδι:
‘’Θέλει θάρρος, θέλει θέληση να αλλάξεις αυτό που είσαι,
μα πιο πολύ θέλει όραμα και γνώση να ξέρεις που θα πας,
Θέλει να θέλεις αγγελικά να φτιάξεις αυτό που είσαι,
μα πιο πολύ θέλει να οραματίζεσαι όμορφα αυτό που αγαπάς.
Αχ κόσμε, ξύπνα, ξύπνα για να δεις τι έρχεται,
σήκωσε ψηλά το κεφάλι και τη καρδιά,
Αχ κόσμε, ξύπνα, ξύπνα για να δεις τι έρχεται,
κράτα γερά και αποζήτα με πάθος τη Λευτεριά.
Η γενιά που θέλει να ‘ρθει περιμένει καρτερικά,
κλεισμένη στο μικρό καβούκι της κάνει σχέδια μεγάλα,
Να φτιάξει έναν κόσμο όμορφο ανυπομονά,
νέοι και νέες με Αξίες και όνειρα μεγάλα.’’
Που Βρίσκεται Χαμένη η Ελπίδα
Από πού να ήρθε άραγε αυτός ο περίεργος ξένος επισκέπτης; Πώς να βρέθηκε εκεί και τι να γύρευε; Βρέθηκε εκεί από την αρχή του ασήμαντου ταξιδιού η μήπως βρέθηκε εκεί τη κατάλληλη στιγμή; Ποιος ξέρει. Θα το μάθουμε άραγε ποτέ; Υπάρχει ελπίδα;
- «Ναι, Υπάρχει ελπίδα», αυτό λαχταρά να ακούσει χρόνια τώρα ο καημένος ο ξένος περαστικός.
Εάν στο επόμενο ταξίδι του τραίνου υπάρχουν κενές θέσεις, εάν υπάρχουν μοσχομυρισμένες θέσεις τότε χαμογέλα. Ναι, Χαμογέλα δυνατά! Τόσο που να ακουστείς μέχρι τα πέρατα του κόσμου. Χαμογέλα για να ξυπνήσεις ευχάριστα την ανθρωπότητα, χαμογέλα για να καταλάβει πως κάτι γίνεται στα χώματά της. Αυτά τα χώματα που τόσοι πατούν, μα λίγοι αληθινά πατούν, καθώς προτιμούν να πετούν σαν αιθεροβάμονες στον αέρα γνωρίζοντας καταβάθος πως εκείνος τους πηγαίνει όπου θέλει, όπως θέλει, κελαηδώντας το σαγηνευτικό φύσημά του.
Εάν στο επόμενο ταξίδι του τραίνου υπάρχουν πρόσωπα εκφραστικά που χαμογελούν, που αναμένουν με υπομονή να υποδεχτούν εκείνους που περιμένουν να έρθουν σε τούτη τη μοναδική ζωή τότε ίσως ο μύχιος πόθος του ξένου επισκέπτη γίνει αλήθεια. Μια αλήθεια με ανοιχτές αγκάλες που θα χωρά μέσα της όλα τα καλά, μα και μια αλήθεια που συνάμα θα έχει κλειστές τις παλάμες της στα ψέματα, τα ψεύτικα προσωπεία και τις ψεύτικες υποσχέσεις.
Τότε μα μόνο τότε, εάν στο επόμενο ταξίδι του τραίνου γίνουν όλα αυτά, τότε μα μόνο τότε, η φύση και ο πλανήτης θ αναρρώσουν από τις καθημερινές ασχήμιες. Τότε μα μόνο τότε, οι μελλούμενες γενιές θα βρουν χώρο απεριόριστο να ανασάνουν, έναν τόπο ανθρώπινο, έναν τόπο φωτεινό, έναν τόπο ευλογημένο. Έναν τόπο όπως τους πρέπει, όπως τους αρμόζει.
- «Μα με εάν, δε χτίζεις ιστορία και μέλλον», αναλογίζεται αιώνια τώρα ο ξένος περαστικός.
Το Τέλος Της Διαδρομής
Κι οι περαστικοί του τραίνου στο κόσμο τους. Αναλογίζονται μέσα στο μικρό μυαλό τους τι τους περιμένει στην επιστροφή του νοικοκυριού. Άλλος για κουτοπόνηρες δουλειές μονολογεί, άλλος για ρουσφέτια, άλλος για τις δυσκολίες μιας κουραστικής ζωής, και στο βάθος της βουής ακούς γυναικείες φωνές που λαχταρούν να επιστρέψουν στα ασήμαντα μουχαμπέτια. Κατεβαίνουν συνωστισμένοι σαν τα πρόβατα που πάνε για σφαγή βελάζοντας φωναχτά, με τα κεφάλια σκυμμένα και τις άχρηστες αποσκευές ριγμένες στους ακούραστους και αγύμναστους ώμους.
Τα βαγόνια άδειασαν. Μα το σκηνικό πάλι το ίδιο αποκρουστικό. Σκουπίδια ολόγυρα απλωμένα. Αποτσίγαρα, χαρτιά, ψίχουλα ότι μπορεί να σκεφτεί ο νους ήταν εκεί καταγής πεταμένο. Φωτογραφίες μιας άλλης όμορφης εποχής παρατημένες εδώ κι εκεί, καθώς μη μπορώντας να κάνουν πράξη ακόμη κι αυτό που εσώψυχα ονειρεύονται, προτιμούν να αφήσουν πίσω τους κάθε επιθυμία για προσπάθεια και δημιουργία. Όλα παρατημένα και πεταμένα.
Κάνεις δε νοιάστηκε να τα μαζέψει. Κάνεις δε σκέφτηκε να καλλωπίσει με στοργή φεύγοντας την εσωτερική ψυχή του τραίνου. Κάνεις δε λογίστηκε να του δώσει ελπίδα για να συνεχίσει την πορεία του για το επόμενο ταξίδι.
Ποίημα Για Τον Επισκέπτη
Ελπίδα! Τι όμορφη λέξη! Πού να βρίσκεται κρυμμένη!
Μα θά ρθει, θα ρθεί μια μέρα, μα ας ελπίσουμε και ας προσευχηθούμε πως εκείνη τη μέρα περαστικοί και ξένοι θα ‘μαστε εδώ. Ας προσευχηθούμε:
Μα εσένα ξένε επισκέπτη μου εγώ σε συλλογιέμαι,
Τραγούδι όμορφο σου λέω κι εγώ και κρυφοτυραννιέμαι,
Είσαι ψηλός και όμορφος, γεμάτος καλοσύνη,
Τον τόπο τούτο σκέφτεσαι και όλη την απεραντοσύνη.
Αχ, θέλει δουλειά, πολύ δουλειά ν αλλάξει ετούτος ο κόσμος,
Μα το όνειρο σου το βαθύ πρέπει να γίνει νόμος,
Αχ, θέλει μυαλά γεμάτα, θέλει ανοιχτές καρδιές,
Για να ζήσουν οι άνθρωποι πρωτόγνωρες χαρούμενες στιγμές.
Περπάτα αγέρωχα, γοργά και συνέχισε τον προορισμό σου,
Ούτε στιγμή μην παρατάς βάλε δύναμη στον συλλογισμό σου,
Θα δεις που κάποια στιγμή οι προηγούμενοι περαστικοί θα ξυπνήσουν,
Και τότε οι επόμενοι νιές και νιοί θα σε ευχαριστήσουν.
- «Καλό ταξίδι αγαπημένε μου απρόσκλητε επισκέπτη. Καλό ταξίδι».
Comments